ανεισφορος

ανεισφορος
    ἀνείσφορος
    ἀν-είσφορος
    2
    свободный от налогов Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανεισφορος" в других словарях:

  • ανείσφορος — ἀνείσφορος, ον (Α) ο απαλλαγμένος από πολεμικές ή άλλες εισφορές, εκείνος που δεν πληρώνει φόρους …   Dictionary of Greek

  • ἀνείσφορον — ἀνείσφορος exempt from taxation masc/fem acc sg ἀνείσφορος exempt from taxation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεισφόρους — ἀνείσφορος exempt from taxation masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»